- Κοᾶν
- Κόηςmasc gen pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοᾶν — κοάω pres part act masc voc sg (doric aeolic) κοάω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κοάω pres part act masc nom sg (doric aeolic) κοᾶ̱ν , κοάω pres inf act (epic doric) κοάω pres inf act (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεν — Μία από τις πολυάριθμες βουδιστικές αιρέσεις, που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η αυτοσυγκέντρωση αποτελεί τη βασική πηγή του εσωτερικού φωτισμού. Πρόκειται για ιαπωνική λέξη, που προέρχεται από την κινεζική τσαν, που με τη σειρά της προέρχεται… … Dictionary of Greek